- στροβοσκοπία
- η, Ντεχνολ. παρατήρηση ταχέως εξελισσόμενου φαινομένου με φωτισμό του μέσω περιοδικών αναλαμπών βραχείας διάρκειας οι οποίες εκπέμπονται με κατάλληλη συχνότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβος «περιστροφή, δίνη» + -σκοπία (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.