στροβοσκοπία

στροβοσκοπία
η, Ν
τεχνολ. παρατήρηση ταχέως εξελισσόμενου φαινομένου με φωτισμό του μέσω περιοδικών αναλαμπών βραχείας διάρκειας οι οποίες εκπέμπονται με κατάλληλη συχνότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβος «περιστροφή, δίνη» + -σκοπία (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στροβοσκοπικός — ή, ό, Ν [στροβοσκοπία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στροβοσκοπία 2. φρ. «στροβοσκοπικός φωτισμός» τεχνολ. φωτισμός ενός ταχέως εξελισσόμενου φαινομένου μέσω περιοδικών αναλαμπών βραχείας διάρκειας που εκπέμπονται με κατάλληλη συχνότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”